τερφεζία

τερφεζία
η, Ν
(μυκητ.) γένος εδώδιμων ασκομυκήτων που ανήκει στην τάξη τουβερώδη τής κλάσης δισκομύκητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. terfezia < tarfest / těrfest, λ. της γλώσσας τών Τουαρέγκ < αραβ. tirfās / tirfāsh «εδώδιμος μύκητας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γκίζα — (al Jizah). Πόλη (2.540.000 κάτ. το 2002) της βόρειας Αιγύπτου, πρωτεύουσα του ομώνυμου κυβερνείου (85.150 τ. χλμ., 5.450.000 κάτ. το 2002). Η πόλη είναι γνωστή κυρίως για τις πυραμίδες του Χέοπα, του Χεφρίν και του Μικερίνου, που βρίσκονται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”